-
1 καταληκτικός
A leaving off; esp. in Metric, of verses having the last foot incomplete, Heph.4.2, Anon.Metr.Oxy. 220ix 19, etc.; τὸ κ. Heph. l.c.; of feet, κ. [ εἶδος παίωνος] Demetr. Eloc.38.II Adv. - κῶς disinterestedly,διδόναι τι M.Ant.9.42
, cf. 7.13 (- ληπτ- codd.), Arr.Epict.2.23.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταληκτικός
См. также в других словарях:
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek